μογερός

μογερός
μογερός, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος
2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς.
επίρρ...
μογερῶς (Α)
με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθόνος: φθονερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μογερός — toiling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογερά — μογερός toiling neut nom/voc/acc pl μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc/acc dual μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογερῶν — μογερός toiling fem gen pl μογερός toiling masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογερόν — μογερός toiling masc acc sg μογερός toiling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεραῖς — μογερός toiling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεραί — μογερός toiling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖο — μογερός toiling masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖς — μογερός toiling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖσι — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖσιν — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”